- σιλλικύπριον
- τὸ, Ατο σέσελι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σέσελι — έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, έλεως, ἡ, και σέσιλις, ίλεως, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα… … Dictionary of Greek
σιλλικυπρίων — σίλι neut gen pl σιλλικύπριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλλικύπρια — σίλι neut nom/voc/acc pl σιλλικύπριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)